Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλιοποιοί
θαλλία
θάλλινος
θαλλίον
θαλλός
θαλλοφαγέω
θαλλοφορέω
θαλλοφόρος
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
Θάλπιος
θαλπνός
θάλπος
θαλπτέον
θαλπτήριον
θαλπτήριος
θάλπω
θαλπωρή
θαλυκρός
θαλύσια
View word page
θαλπιάω
to be or become warm

ShortDef

to be or become warm

Debugging

Headword:
θαλπιάω
Headword (normalized):
θαλπιάω
Headword (normalized/stripped):
θαλπιαω
IDX:
40446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40447
Key:

Data

{'content': 'to be or become warm'}