Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλιάζω
θαλίη
Θαλίη
θάλικτρον
θαλιοποιοί
θαλλία
θάλλινος
θαλλίον
θαλλός
θαλλοφαγέω
θαλλοφορέω
θαλλοφόρος
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
Θάλπιος
θαλπνός
θάλπος
θαλπτέον
θαλπτήριον
θαλπτήριος
View word page
θαλλοφορέω
carry olive-shoots

ShortDef

carry olive-shoots

Debugging

Headword:
θαλλοφορέω
Headword (normalized):
θαλλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
θαλλοφορεω
IDX:
40442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40443
Key:

Data

{'content': 'carry olive-shoots'}