Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλέω
θαλέω2
Θαλῆς
θαλία
Θαλία
θαλιάζω
θαλίη
Θαλίη
θάλικτρον
θαλιοποιοί
θαλλία
θάλλινος
θαλλίον
θαλλός
θαλλοφαγέω
θαλλοφορέω
θαλλοφόρος
θάλλω
View word page
Θαλίη
Thalia
ShortDef
abundance, prosperity
Thalia
Debugging
Headword:
Θαλίη
Headword (normalized):
θαλίη
Headword (normalized/stripped):
θαλιη
IDX:
40434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40435
Key:
Data
{'content': 'Thalia'}