Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
Θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλέω
θαλέω2
Θαλῆς
θαλία
Θαλία
θαλιάζω
θαλίη
Θαλίη
θάλικτρον
θαλιοποιοί
θαλλία
θάλλινος
θαλλίον
θαλλός
View word page
θαλία
abundance, plenty, good cheer
ShortDef
abundance, plenty, good cheer
Festivity
Debugging
Headword:
θαλία
Headword (normalized):
θαλία
Headword (normalized/stripped):
θαλια
IDX:
40430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40431
Key:
Data
{'content': 'abundance, plenty, good cheer'}