Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαλασσουργός
θαλασσόω
θαλάσσωσις
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
Θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλέω
θαλέω2
Θαλῆς
θαλία
Θαλία
θαλιάζω
θαλίη
Θαλίη
θάλικτρον
θαλιοποιοί
θαλλία
View word page
θαλέω
(Dor.) be full
ShortDef
(Dor.) be full
bloom
Debugging
Headword:
θαλέω
Headword (normalized):
θαλέω
Headword (normalized/stripped):
θαλεω
IDX:
40427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40428
Key:
Data
{'content': '(Dor.) be full'}