Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαλασσουργία
θαλασσουργός
θαλασσόω
θαλάσσωσις
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
Θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλέω
θαλέω2
Θαλῆς
θαλία
Θαλία
θαλιάζω
θαλίη
Θαλίη
θάλικτρον
θαλιοποιοί
View word page
θαλερός
blooming, fresh
ShortDef
blooming, fresh
Debugging
Headword:
θαλερός
Headword (normalized):
θαλερός
Headword (normalized/stripped):
θαλερος
IDX:
40426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40427
Key:
Data
{'content': 'blooming, fresh'}