Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλασσουργέω
θαλασσουργία
θαλασσουργός
θαλασσόω
θαλάσσωσις
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
Θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλέω
θαλέω2
Θαλῆς
θαλία
Θαλία
θαλιάζω
θαλίη
Θαλίη
θάλικτρον
View word page
θαλεροποιός
making full of bloom

ShortDef

making full of bloom

Debugging

Headword:
θαλεροποιός
Headword (normalized):
θαλεροποιός
Headword (normalized/stripped):
θαλεροποιος
IDX:
40425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40426
Key:

Data

{'content': 'making full of bloom'}