Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαλασσότοκος
θαλασσουργέω
θαλασσουργία
θαλασσουργός
θαλασσόω
θαλάσσωσις
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
Θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλέω
θαλέω2
Θαλῆς
θαλία
Θαλία
θαλιάζω
θαλίη
Θαλίη
View word page
θαλερόμματος
bright-eyed
ShortDef
bright-eyed
Debugging
Headword:
θαλερόμματος
Headword (normalized):
θαλερόμματος
Headword (normalized/stripped):
θαλερομματος
IDX:
40424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40425
Key:
Data
{'content': 'bright-eyed'}