Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαλασσόπαις
θαλασσόπλαγκτος
θαλασσόπληκτος
θαλασσοποιός
θαλασσοπορέω
θαλασσοπόρος
θαλασσόπρασον
θαλασσότοκος
θαλασσουργέω
θαλασσουργία
θαλασσουργός
θαλασσόω
θαλάσσωσις
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
Θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλέω
View word page
θαλασσουργός
one who works on the sea, a fisherman, seaman
ShortDef
one who works on the sea, a fisherman, seaman
Debugging
Headword:
θαλασσουργός
Headword (normalized):
θαλασσουργός
Headword (normalized/stripped):
θαλασσουργος
IDX:
40417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40418
Key:
Data
{'content': 'one who works on the sea, a fisherman, seaman'}