Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγέχορος
ἀγεωμέτρητος
ἀγεωργησία
ἀγεώργητος
View word page
ἀγερωχία
arrogance

ShortDef

arrogance

Debugging

Headword:
ἀγερωχία
Headword (normalized):
ἀγερωχία
Headword (normalized/stripped):
αγερωχια
IDX:
403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-404
Key:

Data

{'content': 'arrogance'}