Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάλαμόνδε
θαλαμοποιός
θάλαμος
θάλασσα
θαλασσαίγλη
θαλασσαῖος
θαλασσερός
θαλασσεύς
θαλασσεύω
θαλασσίγονος
θαλασσίδιος
θαλασσίζω
θαλάσσιος
θαλασσίτης
θαλασσοβαφέω
θαλασσοβίωτος
θαλασσοβραχής
θαλασσογενής
θαλασσογράφος
θαλασσοδομέτρης
θαλασσοειδής
View word page
θαλασσίδιος
of the sea, coastal

ShortDef

of the sea, coastal

Debugging

Headword:
θαλασσίδιος
Headword (normalized):
θαλασσίδιος
Headword (normalized/stripped):
θαλασσιδιος
IDX:
40383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40384
Key:

Data

{'content': 'of the sea, coastal'}