Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
θαλαμηπολέω
θαλαμηπόλος
θαλαμίας
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
θαλαμοποιός
θάλαμος
θάλασσα
θαλασσαίγλη
θαλασσαῖος
θαλασσερός
View word page
θαλαμηπόλος
a chamber-maid, waiting maid
ShortDef
a chamber-maid, waiting maid
Debugging
Headword:
θαλαμηπόλος
Headword (normalized):
θαλαμηπόλος
Headword (normalized/stripped):
θαλαμηπολος
IDX:
40369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40370
Key:
Data
{'content': 'a chamber-maid, waiting maid'}