Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
θαλαμηπολέω
θαλαμηπόλος
θαλαμίας
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
θαλαμοποιός
θάλαμος
θάλασσα
θαλασσαίγλη
θαλασσαῖος
View word page
θαλαμηπολέω
to be a θαλαμηπόλος

ShortDef

to be a θαλαμηπόλος

Debugging

Headword:
θαλαμηπολέω
Headword (normalized):
θαλαμηπολέω
Headword (normalized/stripped):
θαλαμηπολεω
IDX:
40368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40369
Key:

Data

{'content': 'to be a θαλαμηπόλος'}