Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
θαλαμηπολέω
θαλαμηπόλος
θαλαμίας
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
θαλαμοποιός
θάλαμος
θάλασσα
θαλασσαίγλη
View word page
θαλαμήϊος
of or belonging to a θάλαμος, bridal

ShortDef

of or belonging to a θάλαμος, bridal

Debugging

Headword:
θαλαμήϊος
Headword (normalized):
θαλαμήϊος
Headword (normalized/stripped):
θαλαμηιος
IDX:
40367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40368
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to a θάλαμος, bridal'}