Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
θαλαμηπολέω
θαλαμηπόλος
θαλαμίας
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
θαλαμοποιός
θάλαμος
θάλασσα
View word page
θαλαμηϊάδης
son of the θαλάμη or hole, comic patron. of the tunny

ShortDef

son of the θαλάμη or hole, comic patron. of the tunny

Debugging

Headword:
θαλαμηϊάδης
Headword (normalized):
θαλαμηϊάδης
Headword (normalized/stripped):
θαλαμηιαδης
IDX:
40366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40367
Key:

Data

{'content': 'son of the θαλάμη or hole, comic patron. of the tunny'}