Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
θαλαμηπολέω
θαλαμηπόλος
θαλαμίας
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
θαλαμοποιός
θάλαμος
View word page
θαλαμηγός
carrying
ShortDef
carrying
Debugging
Headword:
θαλαμηγός
Headword (normalized):
θαλαμηγός
Headword (normalized/stripped):
θαλαμηγος
IDX:
40365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40366
Key:
Data
{'content': 'carrying'}