Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
θαλαμηπολέω
θαλαμηπόλος
θαλαμίας
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
θαλαμοποιός
View word page
θαλάμη
a lurking-place, den, hole, cave

ShortDef

a lurking-place, den, hole, cave

Debugging

Headword:
θαλάμη
Headword (normalized):
θαλάμη
Headword (normalized/stripped):
θαλαμη
IDX:
40364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40365
Key:

Data

{'content': 'a lurking-place, den, hole, cave'}