Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θακεῖον
θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
θαλαμηπολέω
θαλαμηπόλος
θαλαμίας
θαλαμιός
θαλαμίτης
θάλαμόνδε
View word page
θαλαμεύω
lead into the θάλαμος

ShortDef

lead into the θάλαμος

Debugging

Headword:
θαλαμεύω
Headword (normalized):
θαλαμεύω
Headword (normalized/stripped):
θαλαμευω
IDX:
40363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40364
Key:

Data

{'content': 'lead into the θάλαμος'}