Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάημα
θαιραῖος
θαιροδύτης
θαιρός
θαΐς
θακαθαλπάς
θακεῖον
θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
θαλαμηϊάδης
θαλαμήϊος
View word page
θᾶκος
a seat, chair

ShortDef

a seat, chair

Debugging

Headword:
θᾶκος
Headword (normalized):
θᾶκος
Headword (normalized/stripped):
θακος
IDX:
40357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40358
Key:

Data

{'content': 'a seat, chair'}