Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαέομαι
θαζός
θάημα
θαιραῖος
θαιροδύτης
θαιρός
θαΐς
θακαθαλπάς
θακεῖον
θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
θαλαμηγός
View word page
θάκημα
a sitting

ShortDef

a sitting

Debugging

Headword:
θάκημα
Headword (normalized):
θάκημα
Headword (normalized/stripped):
θακημα
IDX:
40355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40356
Key:

Data

{'content': 'a sitting'}