Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θάγω
θαέομαι
θαζός
θάημα
θαιραῖος
θαιροδύτης
θαιρός
θαΐς
θακαθαλπάς
θακεῖον
θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
θαλαμεύω
θαλάμη
View word page
θακέω
to sit
ShortDef
to sit
Debugging
Headword:
θακέω
Headword (normalized):
θακέω
Headword (normalized/stripped):
θακεω
IDX:
40354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40355
Key:
Data
{'content': 'to sit'}