Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θʹ
θαάσσω
θάγω
θαέομαι
θαζός
θάημα
θαιραῖος
θαιροδύτης
θαιρός
θαΐς
θακαθαλπάς
θακεῖον
θακέω
θάκημα
θάκησις
θᾶκος
θαλαμαῖος
θαλάμαξ
θαλάμευμα
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια
View word page
θακαθαλπάς
sitting hen

ShortDef

sitting hen

Debugging

Headword:
θακαθαλπάς
Headword (normalized):
θακαθαλπάς
Headword (normalized/stripped):
θακαθαλπας
IDX:
40352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40353
Key:

Data

{'content': 'sitting hen'}