Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠΰς
ἠΰτε
ηὐτοματισμένως
ἠύχορος
Ἡφαιστεῖον
Ἡφαίστειος
Ἡφαίστια
Ἡφαιστιάς
Ἡφαιστόπονος
Ἥφαιστος
Ἡφαιστότευκτος
ἠχεῖον
ἠχέτης
ἠχέω
ἠχή
ἠχήεις
ἤχημα
ἠχητικός
ἧχι
ᾗχι
ἠχικός
View word page
Ἡφαιστότευκτος
wrought by Hephaestus

ShortDef

wrought by Hephaestus

Debugging

Headword:
Ἡφαιστότευκτος
Headword (normalized):
ἡφαιστότευκτος
Headword (normalized/stripped):
ηφαιστοτευκτος
IDX:
40321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40322
Key:

Data

{'content': 'wrought by Hephaestus'}