Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἡσυχόομαι
ἡσυχοποιός
ἥσυχος
ἦτα
ἤτε
ἦτε
ἤτοι
ἦτορ
ἠτριαῖος
ἤτριον
ἦτρον
ἠύκομος
ἠΰς
ἠΰτε
ηὐτοματισμένως
ἠύχορος
View word page
ἦτε
surely, doubtless

ShortDef

surely, doubtless

Debugging

Headword:
ἦτε
Headword (normalized):
ἦτε
Headword (normalized/stripped):
ητε
IDX:
40304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40305
Key:

Data

{'content': 'surely, doubtless'}