Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἡσυχόομαι
ἡσυχοποιός
ἥσυχος
ἦτα
ἤτε
ἦτε
ἤτοι
ἦτορ
ἠτριαῖος
ἤτριον
View word page
ἡσυχιότης
quiet, quiet disposition

ShortDef

quiet, quiet disposition

Debugging

Headword:
ἡσυχιότης
Headword (normalized):
ἡσυχιότης
Headword (normalized/stripped):
ησυχιοτης
IDX:
40298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40299
Key:

Data

{'content': 'quiet, quiet disposition'}