Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἡσυχόομαι
ἡσυχοποιός
ἥσυχος
ἦτα
ἤτε
ἦτε
View word page
ἡσυχία
stillness, rest, quiet

ShortDef

stillness, rest, quiet

Debugging

Headword:
ἡσυχία
Headword (normalized):
ἡσυχία
Headword (normalized/stripped):
ησυχια
IDX:
40294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40295
Key:

Data

{'content': 'stillness, rest, quiet'}