Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἡσυχόομαι
ἡσυχοποιός
ἥσυχος
View word page
ἡσυχαστικός
soothing
ShortDef
soothing
Debugging
Headword:
ἡσυχαστικός
Headword (normalized):
ἡσυχαστικός
Headword (normalized/stripped):
ησυχαστικος
IDX:
40291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40292
Key:
Data
{'content': 'soothing'}