Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἡσυχόομαι
ἡσυχοποιός
View word page
ἡσυχαστής
hermit
ShortDef
hermit
Debugging
Headword:
ἡσυχαστής
Headword (normalized):
ἡσυχαστής
Headword (normalized/stripped):
ησυχαστης
IDX:
40290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40291
Key:
Data
{'content': 'hermit'}