Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠσκημένως
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἡσυχόομαι
View word page
ἡσυχαστέον
one must keep quiet

ShortDef

one must keep quiet

Debugging

Headword:
ἡσυχαστέον
Headword (normalized):
ἡσυχαστέον
Headword (normalized/stripped):
ησυχαστεον
IDX:
40289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40290
Key:

Data

{'content': 'one must keep quiet'}