Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἧσις
ἠσκημένως
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
View word page
ἡσυχαῖος
quiet, gentle

ShortDef

quiet, gentle

Debugging

Headword:
ἡσυχαῖος
Headword (normalized):
ἡσυχαῖος
Headword (normalized/stripped):
ησυχαιος
IDX:
40288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40289
Key:

Data

{'content': 'quiet, gentle'}