Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἡσιόνη
ἧσις
ἠσκημένως
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
ἡσύχιος
View word page
ἡσυχάζω
to be still, keep quiet, be at rest
ShortDef
to be still, keep quiet, be at rest
Debugging
Headword:
ἡσυχάζω
Headword (normalized):
ἡσυχάζω
Headword (normalized/stripped):
ησυχαζω
IDX:
40287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40288
Key:
Data
{'content': 'to be still, keep quiet, be at rest'}