Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἡσίοδος
Ἡσιόνη
ἧσις
ἠσκημένως
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
ἡσυχικός
View word page
ἡσυχᾷ
quietly
ShortDef
quietly
Debugging
Headword:
ἡσυχᾷ
Headword (normalized):
ἡσυχᾷ
Headword (normalized/stripped):
ησυχα
IDX:
40286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40287
Key:
Data
{'content': 'quietly'}