Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡσιεπής
Ἡσίοδος
Ἡσιόνη
ἧσις
ἠσκημένως
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
ἡσυχίη
View word page
ἡστός
pleasing
ShortDef
pleasing
Debugging
Headword:
ἡστός
Headword (normalized):
ἡστός
Headword (normalized/stripped):
ηστος
IDX:
40285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40286
Key:
Data
{'content': 'pleasing'}