Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἠσαΐας
ἡσιεπής
Ἡσίοδος
Ἡσιόνη
ἧσις
ἠσκημένως
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχᾷ
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχῇ
ἡσυχία
View word page
ἡστικός
pleasing, agreeable

ShortDef

pleasing, agreeable

Debugging

Headword:
ἡστικός
Headword (normalized):
ἡστικός
Headword (normalized/stripped):
ηστικος
IDX:
40284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40285
Key:

Data

{'content': 'pleasing, agreeable'}