Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
ἠροάνθια
Ἡρόδικος
Ἡρόδοτος
ἡρπαγμένως
ἠρυγγίς
ἤρυγγος
Ἡρώδης
Ἡρῴδης
ἡρωίαμβος
ἡρωίζω
ἡρωϊκός
ἡρωίνη
ἡρώιος
ἡρωίς
ἡρωισμός
ἡρώϊσσα
View word page
ἤρυγγος
eryngo, Eryngium creticum
ShortDef
eryngo, Eryngium creticum
Debugging
Headword:
ἤρυγγος
Headword (normalized):
ἤρυγγος
Headword (normalized/stripped):
ηρυγγος
IDX:
40256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40257
Key:
Data
{'content': 'eryngo, Eryngium creticum'}