Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠριεύς
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἤριον
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
ἠροάνθια
Ἡρόδικος
Ἡρόδοτος
ἡρπαγμένως
ἠρυγγίς
ἤρυγγος
Ἡρώδης
Ἡρῴδης
ἡρωίαμβος
ἡρωίζω
ἡρωϊκός
View word page
ἠροάνθια
at which they wore spring flowers

ShortDef

at which they wore spring flowers

Debugging

Headword:
ἠροάνθια
Headword (normalized):
ἠροάνθια
Headword (normalized/stripped):
ηροανθια
IDX:
40251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40252
Key:

Data

{'content': 'at which they wore spring flowers'}