Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠριεργής
ἠριεύς
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἤριον
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
ἠροάνθια
Ἡρόδικος
Ἡρόδοτος
ἡρπαγμένως
ἠρυγγίς
ἤρυγγος
Ἡρώδης
Ἡρῴδης
ἡρωίαμβος
ἡρωίζω
View word page
ἡρμοσμένως
fitly
ShortDef
fitly
Debugging
Headword:
ἡρμοσμένως
Headword (normalized):
ἡρμοσμένως
Headword (normalized/stripped):
ηρμοσμενως
IDX:
40250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40251
Key:
Data
{'content': 'fitly'}