Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἥρη
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγενής
ἠριγέρων
Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἤριον
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
ἠροάνθια
Ἡρόδικος
Ἡρόδοτος
ἡρπαγμένως
View word page
ἠρίον
a mound, barrow, tomb

ShortDef

a mound, barrow, tomb

Debugging

Headword:
ἠρίον
Headword (normalized):
ἠρίον
Headword (normalized/stripped):
ηριον
IDX:
40244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40245
Key:

Data

{'content': 'a mound, barrow, tomb'}