Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠρέμισμα
ἠρεσίδες
Ἥρη
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγενής
ἠριγέρων
Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἤριον
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
ἠροάνθια
Ἡρόδικος
View word page
ἠρινολόγος
talking in spring

ShortDef

talking in spring

Debugging

Headword:
ἠρινολόγος
Headword (normalized):
ἠρινολόγος
Headword (normalized/stripped):
ηρινολογος
IDX:
40242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40243
Key:

Data

{'content': 'talking in spring'}