Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠρέμισις
ἠρέμισμα
ἠρεσίδες
Ἥρη
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγενής
ἠριγέρων
Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἤριον
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
ἠροάνθια
View word page
ἠριεύς
a corpse
ShortDef
a corpse
Debugging
Headword:
ἠριεύς
Headword (normalized):
ἠριεύς
Headword (normalized/stripped):
ηριευς
IDX:
40241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40242
Key:
Data
{'content': 'a corpse'}