Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠρεμίζω
ἠρέμισις
ἠρέμισμα
ἠρεσίδες
Ἥρη
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγενής
ἠριγέρων
Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἤριον
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
View word page
ἠριεργής
grave-digger

ShortDef

grave-digger

Debugging

Headword:
ἠριεργής
Headword (normalized):
ἠριεργής
Headword (normalized/stripped):
ηριεργης
IDX:
40240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40241
Key:

Data

{'content': 'grave-digger'}