Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠρεμητέον
ἠρεμία
ἠρεμίζω
ἠρέμισις
ἠρέμισμα
ἠρεσίδες
Ἥρη
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγενής
ἠριγέρων
Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἤριον
ἠριπόλη
Ἡριππίδας
ἠρίστριον
View word page
ἠριγέρων
early-old
ShortDef
early-old
Debugging
Headword:
ἠριγέρων
Headword (normalized):
ἠριγέρων
Headword (normalized/stripped):
ηριγερων
IDX:
40238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40239
Key:
Data
{'content': 'early-old'}