Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠρέμα
ἠρεμάζω
ἠρεμαῖος
ἠρεμαιότης
ἠρεμέω
ἠρέμησις
ἠρεμητέον
ἠρεμία
ἠρεμίζω
ἠρέμισις
ἠρέμισμα
ἠρεσίδες
Ἥρη
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγενής
ἠριγέρων
Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
ἠρινολόγος
View word page
ἠρέμισμα
point of rest

ShortDef

point of rest

Debugging

Headword:
ἠρέμισμα
Headword (normalized):
ἠρέμισμα
Headword (normalized/stripped):
ηρεμισμα
IDX:
40232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40233
Key:

Data

{'content': 'point of rest'}