Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγέχορος
ἀγεωμέτρητος
View word page
ἄγερσις
a gathering, mustering

ShortDef

a gathering, mustering

Debugging

Headword:
ἄγερσις
Headword (normalized):
ἄγερσις
Headword (normalized/stripped):
αγερσις
IDX:
401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-402
Key:

Data

{'content': 'a gathering, mustering'}