Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιοδώτης
ἠπιόθυμος
ἡπίολος
ἠπιόμοιρος
ἠπιόμυθος
ἤπιος
ἠπιότης
ἠπιόφρων
View word page
ἠπιαλώδης
like the ἠπίαλος, aguish

ShortDef

like the ἠπίαλος, aguish

Debugging

Headword:
ἠπιαλώδης
Headword (normalized):
ἠπιαλώδης
Headword (normalized/stripped):
ηπιαλωδης
IDX:
40179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40180
Key:

Data

{'content': 'like the ἠπίαλος, aguish'}