Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιοδώτης
ἠπιόθυμος
ἡπίολος
ἠπιόμοιρος
ἠπιόμυθος
View word page
ἠπιαλέω
to have a fever

ShortDef

to have a fever

Debugging

Headword:
ἠπιαλέω
Headword (normalized):
ἠπιαλέω
Headword (normalized/stripped):
ηπιαλεω
IDX:
40176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40177
Key:

Data

{'content': 'to have a fever'}