Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιοδώτης
ἠπιόθυμος
ἡπίολος
ἠπιόμοιρος
View word page
ἠπιαίνω
mitigate

ShortDef

mitigate

Debugging

Headword:
ἠπιαίνω
Headword (normalized):
ἠπιαίνω
Headword (normalized/stripped):
ηπιαινω
IDX:
40175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40176
Key:

Data

{'content': 'mitigate'}