Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιοδώτης
ἠπιόθυμος
ἡπίολος
View word page
ἤπητρον
mender's wages

ShortDef

mender's wages

Debugging

Headword:
ἤπητρον
Headword (normalized):
ἤπητρον
Headword (normalized/stripped):
ηπητρον
IDX:
40174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40175
Key:

Data

{'content': "mender's wages"}