Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιοδώτης
View word page
ἠπητήριον
needle
ShortDef
needle
Debugging
Headword:
ἠπητήριον
Headword (normalized):
ἠπητήριον
Headword (normalized/stripped):
ηπητηριον
IDX:
40172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40173
Key:
Data
{'content': 'needle'}