Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
View word page
ἤπησις
mending

ShortDef

mending

Debugging

Headword:
ἤπησις
Headword (normalized):
ἤπησις
Headword (normalized/stripped):
ηπησις
IDX:
40171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40172
Key:

Data

{'content': 'mending'}